Δημόσιος τομέας, μάνατζμεντ και καθρεφτάκια για ιθαγενείς

«Προσλαμβάνετε έναν υπάλληλο για τα δυο χέρια του.

Γιατί δεν χρησιμοποιείτε και το μυαλό του που είναι δωρεάν;»

 

Θα περίμενε να βρει κανείς αυτή τη φράση σε κάποιο από τα αμερικανικής εμπνεύσεως εγχειρίδια του τύπου «πώς να κάνετε καριέρα ως επιτυχημένο στέλεχος», με τα αντίστοιχης έμπνευσης πολύχρωμα εξώφυλλα. Κι όμως, όχι! Είναι φράση παρμένη από εγχειρίδιο του εισαγωγικού επιμορφωτικού σεμιναρίου για τους νεοδιοριζόμενους δημοσίους υπαλλήλους, που διεξάγεται από την Εθνική Σχολή Δημόσιας Διοίκησης. Πρόκειται για μία μόνο από τις πάμπολλες… σοφίες που διδάσκονται υποχρεωτικά οι νεοδιόριστοι δημόσιοι υπάλληλοι, εν μέσω κοινοτοπιών για την ανάγκη παραγωγικότητας στο δημόσιο, για την «ολική ποιότητα» των υπηρεσιών, για την ανταγωνιστικότητα του «προϊόντος».

 

Δημόσιο και παραγωγικότητα

Στην ορολογία των «στελεχών» του δημοσίου (και ιδιαίτερα εκείνων που απολαμβάνουν παχυλούς μισθούς δίπλα στον εκάστοτε Υπουργό ως σύμβουλοί του…) η λέξη «δημόσιο αγαθό» έχει αντικατασταθεί από τη λέξη «προϊόν», το δημόσιο αντιμετωπίζεται ως «επιχείρηση», ο φορολογούμενος πολίτης ονομάζεται πλέον «πελάτης». Η ιδιωτικοποίηση δημόσιων επιχειρήσεων, η σύμφυση δημόσιου και ιδιωτικού τομέα (μέσω των ΣΔΙΤ), η διόγκωση (με την ανοχή και τη στήριξη του κράτους) της ιδιωτικής πρωτοβουλίας σε τομείς όπως η υγεία, η εκπαίδευση, ο πολιτισμός, έχουν κάνει το θαύμα τους: κατάφεραν να φέρουν μέσα στις δημόσιες υπηρεσίες τη λογική της λειτουργίας με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια, με βάση την ανταγωνιστικότητα με τις αντίστοιχες υπηρεσίες του ιδιωτικού τομέα.

Ο λόγος περί «επανίδρυσης του κράτους» ακούγεται θετικός στα αυτιά των πολιτών που καθημερινά ταλαιπωρούνται στις δημόσιες υπηρεσίες, μεταξύ γραφειοκρατίας, καθυστερήσεων και έλλειψης στοιχειωδών μέσων που χαρακτηρίζουν τον δημόσιο τομέα. Η ρητορεία αυτή, όπως και όλες οι αντίστοιχες, είναι στη βάση της αποκρυπτική. Ακόμη πιο συσκοτιστικό δε, είναι να επιστρατεύονται οι… τεχνοκράτες για να λύσουν (με μαγικό τρόπο) τα προβλήματα του δημόσιου τομέα, τα οποία βέβαια δεν είναι λογιστικά ή οργανωτικά, αλλά πολιτικά, αφού σχετίζονται με την επέλαση της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας και την απαίτηση για όλο και λιγότερο κράτος.

Πριν διολισθήσουμε και εμείς στις απλουστεύσεις του τύπου «οι δημόσιοι υπάλληλοι τεμπελιάζουν» ή «τα πιάνουν», καλό είναι να δούμε πιο προσεχτικά τις «πληγές» του δημόσιου τομέα και αν γι’ αυτό ευθύνονται οι υπάλληλοι (και ακόμη περισσότερο η μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων, γιατί τελικά αυτή μπαίνει στο στόχαστρο).

Η πραγματικότητα είναι ότι όλο και λιγότερα χρήματα δίνονται στον δημόσιο τομέα για να μπορεί να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του, όλο και περισσότερο κλείνει η στρόφιγγα των διορισμών και οι ανάγκες καλύπτονται από προσωπικό με σύμβαση (που δεν δουλεύει καν ολόκληρο το χρόνο). Αντιθέτως, όλο και περισσότερα κονδύλια κατευθύνονται στα έργα που γίνονται με συμπράξεις μεταξύ του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα ή ξοδεύονται για να αγοράσει το δημόσιο υπηρεσίες από τον ιδιωτικό τομέα. Στην πραγματικότητα, ο δημόσιος τομέας δεν επιλέγει το από πού θα αγοράσει τις υπηρεσίες του με βάση το τι είναι φτηνότερο ή πιο πρόσφορο για εκείνον (όπως θέλουν να μας πείσουν οι διάφοροι… μάνατζερ της κακιάς ώρας), αλλά με σκοπό να προωθηθούν συγκεκριμένες πολιτικές. Γι’ αυτό το λόγο σήμερα ξοδεύονται εκατομμύρια ευρώ από τα ασφαλιστικά ταμεία για να «αγοράζονται» υπηρεσίες ιδιωτικής υγείας, ενώ με τα ίδια χρήματα θα μπορούσαν να κατασκευαστούν υποδομές υγείας που θα κόστιζαν λιγότερο στο κράτος και στους ασφαλισμένους. Για τους ίδιους λόγους μεγάλα τμήματα εκπαιδευτικής ύλης δεν προσφέρονται από τη δημόσια εκπαίδευση, αλλά έχουν εκχωρηθεί στους ιδιώτες (ξένες γλώσσες, ECDL κ.λπ.). Γι’ αυτό το λόγο οι μεγάλες προμήθειες του δημοσίου δίνονται σε εκείνους τους επιχειρηματίες που επιλέγει η εκάστοτε κυβέρνηση, ανεξάρτητα από την υπερκοστολόγηση των προϊόντων, και το κατασκευαστικό κεφάλαιο σήμερα στην Ελλάδα τρέφεται και διογκώνεται σχεδόν κατ’ αποκλειστικότητα από τις δημόσιες και τις κοινοτικές δαπάνες.

Η υποχρηματοδότηση του δημοσίου σημαίνει ελλείψεις τόσο στο προσωπικό όσο και στα διατιθέμενα μέσα. Οι μόνιμοι διορισμοί γίνονται με το σταγονόμετρο, με αποτέλεσμα σχολεία να κλείνουν, κλινικές να μην λειτουργούν, υπηρεσίες να μην μπορούν να ανταποκριθούν στις στοιχειώδεις υποχρεώσεις τους ή η λειτουργία τους να επαφίεται στους συμβασιούχους υπαλλήλους (και για όσο διάστημα διαρκεί η σύμβασή τους…) που κοστίζουν πολύ λιγότερο.

Ακόμη χειρότερα, η άνιση αντιμετώπιση των πολιτών από το δημόσιο, που εξαρτάται από το αν ο εκάστοτε χρήστης της δημόσιας υπηρεσίας έχει πρόσβαση σε ανώτερα κλιμάκια της πολιτικής ηγεσίας, για να πετύχει από χαριστικές ρυθμίσεις μέχρι τροπολογίες νόμων που θα τον φωτογραφίσουν, σε αντίθεση με τον απλό πολίτη που ταλαιπωρείται στα γρανάζια της διοίκησης.

Τα παραπάνω είναι πολύ πιο σημαντικά από το σύνηθες πρόβλημα στο οποίο αναφέρονται όλοι: την ταλαιπωρία από τη γραφειοκρατία –που και αυτή δεν στηρίζεται παρά στην πολυνομία και την περίπλοκη διοικητική πρακτική, που κι αυτή είναι ευθύνη της πολιτικής ηγεσίας και όχι των ίδιων των υπαλλήλων που δεσμεύονται από νόμους και κανονισμούς. Και βέβαια, τα παραπάνω θα ενταθούν από την ενδεχόμενη κατάργηση της μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων, αφού τότε θα είναι πολύ δυσκολότερο να αντισταθεί ο υπάλληλος στις αυθαιρεσίες και τις απαιτήσεις της διοίκησης.

Προφανώς, λοιπόν, η «χρηστή διαχείριση» και ο εξορθολογισμός του δημόσιου τομέα, που θα φέρουν –υποτίθεται– οι μάνατζερ δεν είναι παρά καθρεφτάκια για ιθαγενείς. Για κείνους τους ιθαγενείς που η σκέψη τους εξαντλείται στα ρεπορτάζ των 8 για το πόσο άχρηστο και αντιπαραγωγικό είναι το δημόσιο –τα πρόσφατα ρεπορτάζ για την Ολυμπιακή αποτελούν ένα πολύ καλό παράδειγμα του πώς μπορούν όλα τα στοιχεία να στρεβλώνονται μπροστά στην ανάγκη για «λιγότερο κράτος». Για τους ίδιους ιθαγενείς που μετά από λίγο θα φωνάζουν «πού είναι το κράτος;» όταν αποδεικνύεται ότι «λιγότερο κράτος» σημαίνει χωριά να καίγονται αβοήθητα, δασικές εκτάσεις να αφανίζονται, οι πλημμύρες να απειλούν ανθρώπινες ζωές…

Απ’ την κεφαλή βρωμά το ψάρι

Όλα τα παραπάνω αποτελούν ευθύνη όχι μόνο των κυβερνήσεων, αλλά και της ηγεσίας του συνδικαλιστικού κινήματος των δημοσίων υπαλλήλων. Και θα ήταν αστείο, αν δεν ήταν επικίνδυνο, να ακούς να κόπτονται για την «παραγωγικότητα» του δημοσίου οι ίδιοι συνδικαλιστές της ΔΑΚΕ, της ΠΑΣΚΕ και της Αυτόνομης Παρέμβασης, που τρέφουν γύρω τους μια αυλή «ομοϊδεατών» που βρίσκονται σε μόνιμη συνδικαλιστική άδεια, που συμπληρώνουν το μισθό τους με τη συμμετοχή σε διάφορες επιτροπές και επιτροπάτα ως ειδήμονες (στην καλύτερη περίπτωση, γιατί στη χειρότερη ζουν με δημόσιο χρήμα από διαφόρων ειδών «προμήθειες»), αλλά και φανατικούς ψηφοφόρους οι οποίοι προσβλέπουν στην εξυπηρέτηση (αποσπάσεις-μεταθέσεις-υπηρεσιακές μεταβολές, σπεύσατε στο συνδικαλιστή σας) ή την πρόσληψη συγγενικών και φιλικών τους προσώπων (έστω με σύμβαση δύο μηνών…). Η συνδιαλλαγή με την εκάστοτε πολιτική εξουσία (ανεξαρτήτως πολιτικής τοποθέτησης) βρίσκεται σε πρώτη ζήτηση, για να μπορεί η συνδικαλιστική γραφειοκρατία να διαιωνίζει αυτές τις σχέσεις «εξάρτησης» με τους ψηφοφόρους της.

Η πραγματική απάντηση μπορεί να αρθρωθεί μόνο από την αριστερά, μέσα και έξω από τον δημόσιο τομέα. Να πούμε όχι στην υποβάθμιση κάθε δημόσιου αγαθού, όχι στη λογική «λιγότερο κράτος». Χρειαζόμαστε δημόσιες υπηρεσίες με το αναγκαίο μόνιμο προσωπικό και μέσα ώστε να λειτουργούν με βάση τις ανάγκες του λαού και των εργαζόμενων, και όχι με βάση το δίκαιο του εκάστοτε Υπουργού ή κομματάρχη. Χρειαζόμαστε μαχόμενους δημόσιους υπάλληλους, που θα αντιστέκονται στην ιδιωτικοποίηση κάθε δημόσιου αγαθού, και θα προβάλλουν μια άλλη αντίληψη για την προσφορά του δημόσιου τομέα στον εργαζόμενο λαό.

 

Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Εκτός Γραμμής» τεύχος 18, Νοέμβρης 2007

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *