δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα “ΠΡΙΝ” στις 21/7/2011
Η φωτογραφία της σιδερόφραχτης από τα ΜΑΤ Ακρόπολης, που έκανε τον γύρο του κόσμου τον περασμένο Οκτώβρη, συμπύκνωνε με τον καλύτερο τρόπο την εικόνα μιας κυβέρνησης που επιβάλλει την πολιτική της μόνο με την μπότα της καταστολής. Πολλοί τότε κατηγορούσαν τους συμβασιούχους που κατέλαβαν την είσοδο της Ακρόπολης ότι απαγορεύουν την πρόσβαση των επισκεπτών στον Ιερό Βράχο, ξεχνώντας να συνεχίσουν την κριτική τους όταν μόλις ένα μήνα μετά όχι μόνο η Ακρόπολη αλλά οι αρχαιολογικοί χώροι και Μουσεία σε όλη την επικράτεια παρέμεναν κλειστά λόγω έλλειψης προσωπικού. Δυστυχώς, η πολιτική που ασκείται στον χώρο του πολιτισμού έχει πολύ περισσότερα και πραγματικά θύματα από την προσβολή της… αισθητικής κάποιων «ευαίσθητων» (όταν πρόκειται για την υπεράσπιση της κυβέρνησης) αρθρογράφων.
Η πολιτική που ασκείται σήμερα σε όλο τον χώρο του πολιτισμού συνίσταται στο τρίπτυχο: απολύσεις, λουκέτα, εμπορευματοποίηση. Χιλιάδες συμβασιούχοι έχουν οδηγηθεί στις λίστες του ΟΑΕΔ, ηθοποιοί, κινηματογραφιστές, λογοτέχνες, μουσικοί βρίσκονται σε απελπισία, ενώ ακόμη και οι εργαζόμενοι στο Εθνικό Θέατρο, τη Λυρική Σκηνή και το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος περιμένουν να ακούσουν τα μαντάτα της «εφεδρείας», μετά την πρόσφατη μετατροπή των φορέων τους από νομικά πρόσωπα σε… ΔΕΚΟ!
Ο τομέας πολιτισμού του Υπουργείου (ολίγον) Πολιτισμού και (κυρίως) Τουρισμού δεν θα πάρει ούτε ένα ευρώ από τον τακτικό προϋπολογισμό για όλο το 2011, ενώ από το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων θα χρηματοδοτηθεί συνολικά με 12 εκατομμύρια ευρώ! Βέβαια, την ίδια στιγμή η ελληνική Βουλή ψήφισε τη στήριξη του Μεγάρου Μουσικής με 900.000 ευρώ, ενώ η πολιτική ηγεσία του ΥΠΠΟΤ λειτουργεί ως «μεσάζων» για να κατευθύνονται οι χορηγίες του ΟΠΑΠ στους «εγκεκριμένους» αποδέκτες, όπως η χορηγία 3,6 εκ. ευρώ στο Μουσείο Μπενάκη –το οποίο προχώρησε ήδη σε μείωση μισθών και απολύσεις προσωπικού. Λεφτά υπάρχουν…
Χρειάστηκαν πολλοί αιώνες και πολλοί αγώνες για να μπορέσει ο πολιτισμός στον σύγχρονο κόσμο να κατακτηθεί ως κοινωνικό αγαθό, πλάι στην υγεία και την παιδεία. Όμως, αυτή η κυβέρνηση έχει βαλθεί να γυρίσει την κοινωνία μερικούς αιώνες πίσω: στα χρόνια που ο «πολιτισμός» ήταν η ασχολία των ελίτ, όσων διέθεταν το χρήμα για να τον αγοράσουν και τον χρόνο για να τον απολαύσουν. Σε αυτές τις ελίτ, άλλωστε, ανήκει και ο νυν (και αμετακίνητος) Υπουργός Παύλος Γερουλάνος.
Με μια προσθήκη: ότι η μαζική κουλτούρα αποτελεί σύγχρονο πεδίο παραγωγής υπερκερδών για το κεφάλαιο. Μια μικρή βοήθεια από τις «έκτακτες» νομοθεσίες της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ αρκεί. Ο νέος κινηματογραφικός νόμος είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα: παραδίδει το κινηματογραφικό έργο στους παραγωγούς. Κι επειδή στη γλώσσα του ΠΑΣΟΚ οι λέξεις αλλάζουν νόημα, δεν εννοεί ο νόμος βέβαια τους πραγματικούς παραγωγούς, τους δημιουργούς του έργου, αλλά τους επιχειρηματίες που «επενδύουν» στην παραγωγή του. Στη νέα πραγματικότητα που έχουν φτιάξει, ευνοημένοι είναι μόνο οι ιδιώτες επενδυτές, οι ιδιοκτήτες των πολυχώρων-σούπερ μάρκετ πολιτισμού, οι δισκογραφικές εταιρείες, οι μεγαλοεκδότες και πάει λέγοντας. Όλοι αυτοί χρηματοδοτούνται αφειδώς (για την ανάπτυξη, ρε γαμώτο!) για να απασχολούν προσωπικό χωρίς ωράριο, χωρίς ασφάλιση, χωρίς δικαιώματα, με το φόβητρο της ανεργίας που θερίζει εκεί έξω.
Νόμος είναι το δίκιο του επενδυτή, φωνάζει και ο εφαρμοστικός νόμος που δημιουργεί ένα πλέγμα έκτακτων ρυθμίσεων για τη δημόσια γη, τον αιγιαλό, τη δημόσια περιουσία. Στο εξής, ο ιδιώτης που «επενδύει» κατ’ εφαρμογή των διατάξεων αυτού του νόμου, δικαιούται να παρακάμψει τη συνταγματική επιταγή προστασίας του φυσικού περιβάλλοντος και των αρχαιοτήτων, δικαιούται δικούς του όρους πολεοδόμησης, δικούς του συντελεστές κάλυψης, αποκλειστική κυριότητα στον αιγιαλό και την παραλία και πολλά άλλα. Επιτέλους, οι δύο πληγές της ανάπτυξης, κατά τη ρήση του Μητσοτάκη, η Αρχαιολογική και η Δασική Υπηρεσία, παρακάμπτονται και με τη βούλα του νόμου. Για όποιους από τους δημοσίους υπαλλήλους θα τολμήσουν να αντιταχθούν σε αυτή τη λαίλαπα, προβλέπεται προσεχώς η απειλή μείωσης του μισθού (λόγω μειωμένης παραγωγικότητας, προφανώς!), η απειλή κακής αξιολόγησης και στο βάθος του τούνελ η μετάταξη, η εφεδρεία και η απόλυση. Να και σε κάτι που το ΠΑΣΟΚ υλοποιεί τις προεκλογικές του εξαγγελίες: φτιάχνει ένα κράτος στην υπηρεσία του ιδιώτη (επενδυτή)…
Έξω το Μνημόνιο από τα Μνημεία!
Για τους εργαζόμενους στις δημόσιες υπηρεσίες πολιτισμού δεν είναι απλώς η υποχρηματοδότηση, η έλλειψη στελέχωσης, η μείωση των μισθών και η χειροτέρευση των όρων εργασίας που συνθέτουν μια ασφυκτική πραγματικότητα. Είναι πολύ περισσότερο η αντίληψη ότι στο όνομα της κρίσης όλα πρέπει να υποταχθούν στη λογική της εκποίησης, όλα πρέπει να μετρώνται με την αγοραία αντίληψη του «πόσο πιάνει;» -ακόμη και η πολιτιστική κληρονομιά! Είναι ότι για περισσότερο από ένα χρόνο δουλεύουμε ακούγοντας ότι είμαστε «τεμπέληδες», «αντιπαραγωγικοί», «εμπόδιο για την ανάπτυξη», αντιμετωπίζοντας την αδιαφορία της πολιτείας και, συγχρόνως, τη δυσπιστία μιας κοινωνίας που προσπαθούν να την πείσουν ότι ο πολιτισμός είναι το τελευταίο πράγμα που θα έπρεπε να την απασχολεί.
Η συζήτηση για τα δημόσια Μουσεία, όπως έχει ανοίξει το τελευταίο διάστημα, είναι το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα: μοιάζει σαν η λειτουργία του Μουσείου να περιορίζεται στο εκδοτήριο εισιτηρίων και στο πωλητήριο. Το δημόσιο Μουσείο, όμως, δεν είναι απλώς μια ταμειακή μηχανή. Είναι ένας πολιτιστικός φορέας με κοινωνικό προσανατολισμό, ένα πνευματικό ίδρυμα που προστατεύει, εκθέτει και προβάλλει την πολιτιστική κληρονομιά, προσφέρει εκπαιδευτικό έργο διδάσκοντας μέσα από τα εκθέματά του, αποτελεί τόπο παραγωγής πρωτότυπης επιστημονικής γνώσης με διεθνή εμβέλεια, τόπο επαφής και διαλόγου του σύγχρονου πολιτισμού με την αρχαία κληρονομιά. Η λειτουργία των δημόσιων Μουσείων, στα μάτια των εργαζόμενων στην Αρχαιολογική Υπηρεσία και –κυρίως– των χιλιάδων επισκεπτών, μαθητών, εκπαιδευτικών, τουριστών, επιστημόνων, φοιτητών, μετριέται με αυτά τα κριτήρια.
Το εύρος και η ποιότητα αυτών των πρωτοβουλιών γίνεται ακόμη πιο εντυπωσιακό, όταν αναλογιστεί κανείς τα οικονομικά δεδομένα των δημοσίων μουσείων: εκτός της μισθοδοσίας, το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο για όλο το 2010 χρηματοδοτήθηκε από τον τακτικό προϋπολογισμό και το ΤΑΠ με 300.000 ευρώ, το ΒΧΜ με 500.000 ευρώ (τακτικός προϋπολογισμός), το Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης με 92.700 ευρώ (τακτικός προϋπολογισμός)! Τα λειτουργικά έξοδα των μουσείων για την τρέχουσα χρονιά ξεκίνησαν να καλύπτονται το Μάιο (!), ενώ μόλις τον Ιούλιο βρέθηκαν τα στοιχειώδη κονδύλια για να επισκευαστούν οι τουαλέτες, ο κλιματισμός, ο φωτισμός των κεντρικών, κυρίως, Μουσείων. Παράλειψη θα ήταν να μην αναφερθεί κανείς στην επονείδιστη κατάσταση που επικρατεί γύρω από το Εθνικό Αρχαιολογικό και το Επιγραφικό Μουσείο, κατάσταση που δεν τιμά ούτε την πρωτεύουσα αλλά ούτε και τη χώρα συνολικά. Όπως, άλλωστε, και το να κλείνουν οι πύλες του πρώτου Μουσείου της χώρας στις 4 μμ.
Στη δύσκολη οικονομική συγκυρία που βιώνουμε, επιβεβαιώνεται περίτρανα η θέση που ο Σύλλογος Ελλήνων Αρχαιολόγων υποστηρίζει εδώ και πολλά χρόνια: ότι, δηλαδή, για να μπορέσει το δημόσιο Μουσείο να ανταποκριθεί σε όλους τους παραπάνω στόχους και στον πολυσύνθετο παιδευτικό του ρόλο, χρειάζεται να είναι δημόσιο ίδρυμα και δημόσια υπηρεσία. Όταν σήμερα τα ιδιωτικά μουσεία καταργούν τα δωρεάν εισιτήρια, κλείνουν τα εκπαιδευτικά τους προγράμματα, απολύουν προσωπικό, αποδεικνύουν αυτό που στο εξωτερικό είναι γνωστό εδώ και δεκαετίες: Ότι, δηλαδή, κανένα Μουσείο στον κόσμο –ακόμη και τα πιο προβεβλημένα– δεν μπορεί να «βγάλει τα έξοδά του» από τα έσοδα των εισιτηρίων και του πωλητηρίου, ανεξαρτήτως της νομικής μορφής του, της επικοινωνιακής του πολιτικής, ή της εφευρετικότητας των επικεφαλής του. Γι’ αυτό και είναι τουλάχιστον άτοπο να επανέρχεται στη δημόσια συζήτηση το επιχείρημα της μετατροπής των μουσείων σε νομικά πρόσωπα, πολλώ δε μάλλον η μετατροπή αυτή να παρουσιάζεται ως η μοναδική λύση σωτηρίας για να «αντιμετωπισθούν τα όποια προβλήματα των δημόσιων μουσείων». Ιδιαίτερα σε μια συγκυρία που πολλά δημοφιλή ιδιωτικά Μουσεία επιζητούν τη στήριξη από το Υπουργείο Πολιτισμού για να μην καταρρεύσουν…
Τα ζητήματα αυτά ούτε καινούρια είναι ούτε περιορίζονται ασφαλώς στον τομέα των μνημείων και των μουσείων. Με παραλλαγές τα συναντούμε σε όλους τους χώρους δημόσιου χαρακτήρα: στην παιδεία, την υγεία, στις υπηρεσίες κοινής ωφέλειας. Εφαρμόζεται παντού η ίδια απλή συνταγή: κρίσεις, καθυστερήσεις, ανεπάρκειες και δυσλειτουργίες του δημόσιου χώρου (υπαρκτές, χρόνιες, ανατροφοδοτούμενες, αλλά και τεχνηέντως διογκούμενες) δεν αποτελούν για τους «μεταρρυθμιστές» πρόβλημα προς επίλυση, αλλά αντίθετα μια εξαιρετική ευκαιρία. Αξιοποιούνται ή και προκαλούνται, ενίοτε, τεχνητά, προκειμένου να τεθεί σε εφαρμογή το κλασικό «μεταρρυθμιστικό» τρίπτυχο: συρρίκνωση της δημόσιας σφαίρας και ιδιωτικοποιήσεις – δραστική μείωση των δημόσιων δαπανών – απορρύθμιση των αγορών.
Μέσα σε όλη αυτή την κατάσταση, το Υπουργείο Πολιτισμού «διαφημίζει» την αναβάθμιση αρχαιολογικών χώρων και μουσείων με τη χορηγία του ΟΠΑΠ, παρουσιάζοντας ως κραυγαλέο επίτευγμα ότι θα (ξανα)διατεθούν στους επισκέπτες των αρχαιολογικών χώρων δίγλωσσα φυλλάδια –τα οποία είχαν πάψει να τυπώνονται και να διατίθενται με ευθύνη αυτής της ίδιας πολιτικής ηγεσίας! Επειδή όμως δεν διαθέτουν όλοι μνήμη χρυσόψαρου, όπως αυτή που διαθέτει η πολιτική ηγεσία, υπάρχουν πολλά αμείλικτα ερωτήματα που τίθενται:
Καταρχάς, δεν ξεχνάει κανείς ότι ο –επί Υπουργίας Βενιζέλου εμπνεύσεως– Οργανισμός Προβολής Ελληνικού Πολιτισμού ΑΕ, από την ίδρυσή του πριν τους Ολυμπιακούς Αγώνες έως την πρόσφατη «εκκαθάρισή» του, επεκτάθηκε εις βάρος του Ταμείου Αρχαιολογικών Πόρων και Απαλλοτριώσεων και κάθε αρμόδιας δημόσιας υπηρεσίας, με το αιτιολογικό ότι θα λειτουρφγεί πιο ευέλικτα και αποδοτικά και… θα φέρει έσοδα στο κράτος. Ποιος θα αναλάβει την ευθύνη για τα χρέη 7 δις ευρώ που άφησε πίσω του ο (ανταποδοτικός για τις τσέπες κάποιων, όπως αποδεικνύεται) ΟΠΕΠ ΑΕ; Τι έγινε με τα κονδύλια για τα ηλεκτρονικά πωλητήρια που ανατέθηκαν μέσω του ΟΠΕΠ ΑΕ στη Siemens και γιατί το ελληνικό δημόσιο δεν διεκδικεί την επιστροφή τους, αφού τα ηλεκτρονικά πωλητήρια είτε δεν εγκαταστάθηκαν ποτέ είτε αδυνατούν να λειτουργήσουν; Γιατί τελικά το κλείσιμο του ΟΠΕΠ ΑΕ είχε επίπτωση μόνο στους συμβασιούχους των 800 ευρώ που απολύθηκαν και στα κλειστά επί μήνες πωλητήρια των αρχαιολογικών χώρων, αλλά δεν αποδίδεται καμία ευθύνη στις Διοικήσεις που διορίστηκαν από τις κυβερνήσεις και αμείφθηκαν με παχυλούς μισθούς για να διαχειριστούν με αυτόν τον τρόπο χρήματα του ελληνικού δημοσίου; Ακόμη και σήμερα, που ο ΟΠΕΠ ΑΕ βρίσκεται υπό εκκαθάριση, το διορισμένο ΔΣ του πληρώνεται κανονικά για να τον… εκκαθαρίσει!
Πώς γίνεται όλο αυτό το τεράστιο ενδιαφέρον για τον τουρισμό και η κινητικότητα για επαφές με τουριστικούς πράκτορες από όλο τον κόσμο να μην συνοδευτούν από την έγκαιρη πρόσληψη φυλακτικού προσωπικού, όταν το πρόβλημα της έλλειψης προσωπικού ήταν γνωστό από το τέλος της προηγούμενης χρονιάς, ύστερα από τις απολύσεις των χιλιάδων συμβασιούχων και τις αθρόες συνταξιοδοτήσεις υπαλλήλων που έτρεξαν να γλιτώσουν την ασφαλιστική καταιγίδα της κυβέρνησης;
Γιατί η περιοχή γύρω από το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, 200 μέτρα από το γραφείο του Υπουργού, έχει εγκαταλειφθεί στο έλεος των εμπόρων ναρκωτικών και του τράφικιγκ; Το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο θα μπορούσε να αποτελεί, μαζί με το γειτονικό Επιγραφικό Μουσείο, το Ακροπόλ και το Πολυτεχνείο, τον περιβάλλοντα χώρο και τον πεζόδρομο της Τοσίτσα, έναν ζωντανό πολιτιστικό πόλο για το κέντρο της Αθήνας, που θα άλλαζε τη φυσιογνωμία της ευρύτερης περιοχής. Αντί για αυτό, το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο στραγγαλίζεται οικονομικά, ο περιβάλλων χώρος του υποβαθμίζεται και η οδός Τοσίτσα έχει παραδοθεί συνειδητά στη διακίνηση ναρκωτικών. Βιώνουμε καθημερινά την ανοχή της αστυνομίας, παράλληλα με την προσπάθεια διάλυσης των δημοσίων υπηρεσιών που σχετίζονται με την παροχή βοήθειας στους τοξικοεξαρτημένους. Βιώνουμε καθημερινά την υποβάθμιση της ευρύτερης περιοχής, την πώληση γης και σπιτιών για ένα κομμάτι ψωμί σε επιχειρηματικά συμφέροντα που αργότερα θα έρθουν να την «αναπλάσουν» προς όφελός τους!
Είναι σαφές ότι όλα τα παραπάνω αποτελούν συνειδητές επιλογές, που σχετίζονται με τη σταδιακή προσπάθεια τα δημόσια Μουσεία να απαξιωθούν στη συνείδηση της ελληνικής κοινωνίας, ώστε να γίνει πιο εύκολα αποδεκτή η αλλαγή νομικού καθεστώτος, η ιδιωτικοποίηση ορισμένων λειτουργιών τους, ακόμη και η απόλυση εργαζομένων από αυτά. Φαίνεται πως ούτε η απώλεια κρατικών εσόδων, ούτε η εικόνα της χώρας μας στο εξωτερικό, ούτε η απαξίωση του δημόσιου χώρου, ούτε καν η απώλεια ανθρώπινων ζωών, δεν είναι ικανά να συγκινήσουν όσους συνειδητά επιλέγουν αυτές τις πολιτικές.
Πολιτικές που δεν εξαντλούνται στα δημόσια Μουσεία: είμαστε βέβαιοι ότι η επίθεση στην Αρχαιολογική Υπηρεσία θα ενταθεί το επόμενο διάστημα. Το έκτρωμα του εφαρμοστικού νόμου που ξεπουλά όλη τη δημόσια περιουσία, από τις ΔΕΚΟ ως τη δημόσια γη και τον αιγιαλό, θα «σκοντάψει» στην αρχαιολογική νομοθεσία. Το ίδιο και τα «εμπράγματα δικαιώματα» που απαιτούν οι δανειστές της χώρας.
Τα μνημεία έχουν αντέξει για χιλιάδες χρόνια, έχουν δει την άνοδο και την πτώση πολλών αυτοκρατοριών που έμοιαζαν ανίκητες. Τα ευρήματα των Μουσείων μας διδάσκουν ότι οι κοινωνίες αλλάζουν, ότι όσα σε μια εποχή θεωρούνται δεδομένα, σε μια άλλη εποχή έχουν ήδη σκεπαστεί από τον κονιορτό της λήθης, ότι ο εργαζόμενος λαός, οι μάζες των καταπιεσμένων είναι αυτές που κινούν τα γρανάζια της ιστορίας. Δεν θα αφήσουμε τα δημόσια Μουσεία να απαξιωθούν, δεν θα αφήσουμε το φυσικό και το πολιτιστικό περιβάλλον της χώρας βορά σε κάθε λογής επιχειρηματικά συμφέροντα. Οι εργαζόμενοι στον πολιτισμό, μαζί με τους υπόλοιπους εργαζόμενους και τον λαό, πρέπει να διεκδικήσουμε όσα μας ανήκουν: τα μουσεία, που είναι η περιουσία όλων μας, τα μνημεία, τον πολιτισμό -όχι ως βιτρίνα για τους λίγους, αλλά ως βίωμα για όλους, ως αντίδοτο στην κοινωνία της ζούγκλας στην οποία θέλουν να μας εθίσουν να ζούμε.
Η κρίση μας φέρνει πιο κοντά
Τα κοινά προβλήματα στους χώρους του πολιτισμού αναγκάζουν όλους μας να βάλουμε στην άκρη παλιές αντιπαραθέσεις και να παλέψουμε από κοινού. Είναι χαρακτηριστικό ότι στις 23 Ιούνη πραγματοποιήθηκε πορεία από το Μουσείο Ακρόπολης ως το Υπουργείο Πολιτισμού, στην οποία συμμετείχαν από κοινού δεκάδες σωματεία και ενώσεις ηθοποιών, χορευτών, εικαστικών, λογοτεχνών, εργαζόμενων στο Υπουργείο Πολιτισμού, στο Εθνικό Θέατρο, την ΕΡΤ, το Δήμο Αθηναίων. Εργαζόμενοι και άνεργοι, δημόσιοι υπάλληλοι και εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα ένωσαν τη φωνή τους απαιτώντας να πάψουν οι πολιτικές που διαλύουν τον πολιτισμό.
Την ίδια στιγμή, η ομάδα καλλιτεχνών της πλατείας Συντάγματος έδωσε μια άλλη τροπή στα πράγματα. Μουσικοί, εικαστικοί, ηθοποιοί, επαγγελματίες και ερασιτέχνες βρέθηκαν μαζί και δημιούργησαν δρώμενα, συναυλίες και εργαστήρια όπου αναπτύχθηκε μια νέα συλλογικότητα. Αυτές τις μέρες, τις πολεμικές, χωρίζει και πάλι η ήρα από το στάρι. Χωρίζει ο πραγματικός κόσμος της τέχνης και του πολιτισμού, που ζει και εμπνέεται από τους αγώνες των εργαζόμενων, που αναπνέει στην άμεση δημοκρατία της πλατείας και αντιμετωπίζει τα δακρυγόνα με τραγούδι και χορό. Χωρίζει από τους κρατικοδίαιτους λακέδες των σαλονιών, τους κολλητούς των Υπουργών και όσους υποτάσσουν την παραγωγή της τέχνης τους στην προσωπική τους ευδαιμονία. Οι δεύτεροι ελπίζουν με την ενεργητική στήριξη ή τη σιωπή τους να εξασφαλίσουν ότι θα συνεχίσουν να χρηματοδοτούνται αφειδώς από τις κυβερνήσεις που στηρίζουν, για να συνεχίζουν ένα έργο ανέμπνευστο και παρακμιακό με ακριβά σκηνικά και ιλλουστρασιόν εξώφυλλα. Μέσα από τους πρώτους, όμως, είναι που θα ξεπηδήσει η σπορά της νέας ζωής, η σπορά μιας καλλιτεχνικής δημιουργίας που θα μπορέσει να εκφράσει την νέα κοινωνία που γεννιέται στους δρόμους του αγώνα.