Ηράκλειο, 2/1/2013
Ο συγγραφέας του (σελ. 33) το ονομάζει «μια μετα-ιστορία ορισμένων διαστάσεων της ελληνικής αρχαιολογίας». Δεν είναι αποκλειστικά ένα βιβλίο αρχαιολογίας, ούτε ένα βιβλίο εθνογραφίας ή κοινωνικής ανθρωπολογίας. Για μένα, είναι ένα βιβλίο για την ιδεολογία και τους μηχανισμούς παραγωγής και αναπαραγωγής της –με αυτή την έννοια ένα φιλοσοφικό δοκίμιο και ένα πολιτικό εγχείρημα.
Ο γάλλος φιλόσοφος Λουί Αλτουσέρ, στο δοκίμιό του περί ιδεολογίας το 1969, έγραφε: «Όσοι βρίσκονται μέσα στο χώρο του ιδεολογικού, εξ ορισμού φαντάζονται ότι είναι έξω από αυτόν: η άρνηση στην πράξη του ιδεολογικού χαρακτήρα της ιδεολογίας από την ίδια την ιδεολογία, αποτελεί μία από τις πρακτικές εμφανίσεις της. Η ιδεολογία δεν λέει ποτέ «είμαι ιδεολογική». Πρέπει να βρίσκεται κανείς έξω από το πεδίο της ιδεολογίας, δηλαδή στο πεδίο της επιστημονικής γνώσης, για να μπορέσει να πει: τοποθετούμαι μέσα στο πεδίο της ιδεολογίας (σπάνια εξαίρεση) ή ήμουν στο πεδίο της ιδεολογίας (γενικός κανόνας)».
Επειδή μια εικόνα αξίζει όσο χίλιες λέξεις, όσο φιλοσοφημένες κι αν είναι αυτές, ο καλύτερος τρόπος να καταλάβει κανείς τι είναι η ιδεολογία, είναι η παρομοίωση με το βαμβάκι και το νερό: όταν βουτήξεις το μπαμπάκι στο νερό, όπως κι αν το στεγνώσεις, ποτέ δεν θα είναι όπως ήταν πριν.
Για να είμαστε πιο κοντά στην επιστημονική αλήθεια, βέβαια, στην περίπτωση της αρχαιολογίας και της εθνικής ιδεολογίας, όμως, καλό θα ήταν να φανταστούμε ότι ούτε το μπαμπάκι ούτε το νερό προϋπήρξαν το ένα του άλλου.
Το βιβλίο του Γιάννη Χαμηλάκη πραγματεύεται αυτή τη σχέση μεταξύ της ιδεολογίας, και συγκεκριμένα της εθνικής ιδεολογίας, με τις αρχαιολογικές πρακτικές από την ίδρυση του ελληνικού κράτους μέχρι και σήμερα.
Το πραγματοποιεί τοποθετούμενος στο πεδίο της επιστήμης, το πεδίο δηλαδή όπου δεν υπάρχουν ζητήματα αξιολογικών κρίσεων, αλλά ανατομία των δεδομένων. (Εδώ έχει γεννηθεί η πρώτη ένταση (και ένσταση) σχετικά με το βιβλίο, εκείνη που προσπαθεί να το παρουσιάσει ως επιθετικό απέναντι σε πρόσωπα ή καταστάσεις, σε αυτό θα επανέλθουμε αργότερα.)
Το πραγματοποιεί με έναν πρωτότυπο τρόπο, ακολουθώντας αυτό που έλεγε επίσης ο Αλτουσέρ: «Η ιδεολογία έχει υλική υπόσταση», δεν είναι ιδέες, είναι πρώτα από όλα πρακτικές. Ο Χαμηλάκης επιμένει στο ίδιο θέμα, αναδεικνύοντας ότι το εθνικό φαντασιακό δεν χρειάζεται απλώς μια γραπτή ιστορία, αλλά έχει ανάγκη τα υλικά ίχνη του παρελθόντος, αναγνωρίζει σε αυτά την υλικότητά του και τους δίνει υπόσταση: τα αρχαία μνημεία δεν είναι απλώς αντικείμενα, αποτελούν τμήμα του εθνικού σώματος, μας μιλούν, είναι «συγγενείς». Επιλέγει να το κάνει αναφερόμενος σε μια σειρά από «στιγμές»: τα πρώτα βήματα συγκρότησης του ελληνικού έθνους κράτους, τη μεταξική δικτατορία, το αναμορφωτήριο της Μακρονήσου, την ανακάλυψη των τάφων της Βεργίνας από τον Μανώλη Ανδρόνικο, την εκστρατεία για την επιστροφή των γλυπτών του Παρθενώνα. Η διαπραγμάτευση των «στιγμών» είναι κάτι που κάνει την αφήγηση πολύ πιο «υλική» και αναδεικνύει τη μετάλλαξη τόσο των στοιχείων που συγκροτούν την εθνική ιδεολογία, όσο και αυτών που συγκροτούν το σώμα της αρχαιολογικής επιστήμης.
Η επιλογή να μην είναι απλώς μια θεωρητική διαπραγμάτευση, μαζί με τον τρόπο γραφής και (πρόσθετο προσόν για την ελληνική έκδοση) με την πολύ καλή μετάφραση του Νεκτάριου Καλαϊτζή, το κάνει ιδιαίτερα ενδιαφέρον ακόμη και για όποιον δεν ασχολείται συστηματικά με την αρχαιολογία ή την ιστορία.
Τελευταίο αλλά όχι έσχατο: ο συγγραφέας πραγματεύεται το θέμα του με την επίγνωση ότι κανείς μας, ούτε και ο ίδιος, δεν τοποθετείται έξω από την ιδεολογία. Παρεμβάλλει προσωπικά βιώματα, «αυτοβιογραφικά στιγμιότυπα» όπως τα αποκαλεί, «που αναιρούν την εντύπωση ενός ουδέτερου, αντικειμενοποιητικού λόγου».
Εδώ υπάρχει μια άλλη ένταση σχετικά με το βιβλίο: συχνά παρουσιάζεται ως ένα δοκίμιο για τις χρήσεις της αρχαιολογίας από τους «κατασκευαστές» της εθνικής ιδεολογίας. Κι όμως, αυτό που προσπαθεί να καταστήσει σαφές ο συγγραφέας είναι πρωτίστως δύο πράγματα:
-Καταρχάς, ότι δεν υπάρχει μια αγνή και αμόλυντη αρχαιολογία, με τα αντικειμενικά πορίσματά της την οποία κάποιοι εκμεταλλεύονται για να χτίσουν το εθνικό φαντασιακό ως εξωτερική ιδεολογία. Άλλωστε, «Η αρχαιολογία αναπτύχθηκε ως οργανωμένη επιστήμη στην Ευρώπη την εποχή που τα αναδυόμενα εθνικά κράτη χρειάζονταν να αποδείξουν την αρχαιότητα την οποία διατείνονταν ότι διέθεταν με υλικά τεκμήρια. Η μελέτη του δεσμού μεταξύ αρχαιολογίας και εθνικισμού, επομένως, δεν είναι μια μελέτη της κατάχρησης της πρώτης από τον δεύτερο, αλλά της ανάπτυξης ενός μηχανισμού της νεωτερικότητας (της αρχαιολογίας ως αυτόνομης επιστήμης) για να εξυπηρετηθούν οι ανάγκες της πιο κραταιάς ιδεολογίας αυτής της νεωτερικότητας (του εθνικισμού).» Το δεύτερο κεφάλαιο αυτού του βιβλίου, για την επινόηση της νεότερης Ελλάδας, θυμίζει μια σειρά από τομές στη διαδικασία συγκρότησης της ελληνικής αρχαιολογίας: Την πορεία από την απόρριψη του Βυζαντίου ως μιας «σκοτεινής εποχής» στη διαμόρφωση ενός ενιαίου «ελληνοχριστιανικού» πολιτισμού. Από την αρχική αντιμετώπιση των μακεδόνων ως κατακτητών και καταστροφέων του κλασικού πολιτισμού ως την διαμόρφωση μιας αντίληψης εκπολιτισμικής αποστολής του συνόλου του ελληνισμού.
Οι μεταλλαγές της εθνικής ιδεολογίας από την προσπάθεια του νεοσύστατου κράτους να σταθεί στα πόδια του, να αποκτήσει ευρωπαϊκή ταυτότητα, η τεράστια αλλαγή από τη Μεγάλη Ιδέα στη Μικρασιατική καταστροφή και την στροφή προς την αιγαιακή ελληνικότητα στο πεδίο της λογοτεχνίας, λόγω χάρη, έχουν άλλωστε καταγραφεί σε πλείστες έρευνες. Το βιβλίο του Χαμηλάκη είναι μια συμβολή σε αυτή την περιοδολόγηση της αρχαιολογίας και της αυθόρμητης ιδεολογίας των επιστημόνων της, για να χρησιμοποιήσω για άλλη μια φορά τον Αλτουσέρ.
-Κατά δεύτερον, ότι η παραγωγή του έθνους ως μιας φαντασιακής κοινότητας, με τις μορφές που αυτή παίρνει μέσα στο χρόνο, δεν είναι «μια κατασκευή εκ των άνω προς τα κάτω, η οποία επιβάλλεται στον λαό από τους κρατικούς γραφειοκράτες και διανοούμενους». Θέση του συγγραφέα, μια βασική συνεισφορά του βιβλίου αποτελεί ότι «πρέπει να τον δούμε ως κάτι που κατασκευάζεται ταυτόχρονα και εκ των άνω και εκ των κάτω» σε μια δυναμική διαδικασία που εμπλέκει εξ ίσου όλο το «εθνικό σώμα». Ακόμη και αυτούς οι οποίοι κατηγορήθηκαν ως «εκτός εθνικού σώματος», όπως η Αριστερά. Τα κεφάλαια για τη μεταξική δικτατορία και ακόμη περισσότερο για τη Μακρόνησο είναι πολύ χαρακτηριστικά, αφού αναδεικνύουν ότι στον ίδιο το λόγο των «εκτός εθνικού σώματος», φυλακισμένων ή εκτοπισμένων, ενυπάρχει η ίδια γραμμική αντίληψη της συνέχειας του εθνικού σώματος. Μερικές φορές, με ιδιαίτερη ένταση στο λόγο της Αριστεράς, ακριβώς λόγω της ρετσινιάς του «αντεθνικού στοιχείου», που στοίχειωσε για χρόνια την παρουσία της αριστεράς.
Πόσο εύκολο όμως είναι για τον αρχαιολόγο που εργάζεται σε μια κρατική υπηρεσία, την Αρχαιολογική Υπηρεσία, με αδιαφιλονίκητο «εθνικό» προορισμό, να διαβάσει αυτό το βιβλίο;
Αν η αρχαιολογία είναι κατεξοχήν μηχανισμός της νεωτερικότητας, το παράδειγμα της Ελλάδας, όπου η ίδρυση του ελληνικού κράτους μετά την Επανάσταση του 1821 συνοδεύτηκε από την επίκληση της κλασικής αρχαιότητας, τόσο από τους ίδιους τους έλληνες πολιτικούς και στρατιωτικούς, όσο και από τις Μεγάλες Δυνάμεις, αποτελεί ίσως το πιο εύγλωττο παράδειγμα. Η μέριμνα για τις αρχαιότητες χρονολογείται ήδη πριν από τη σύσταση του ελληνικού κράτους, ενώ η ελληνική Αρχαιολογική Υπηρεσία είναι η αρχαιότερη δημόσια υπηρεσία και (ευτυχώς ακόμη) πολυπληθής συγκριτικά με τις χώρες της υπόλοιπης Ευρώπης, με την εξαίρεση ίσως της Ιταλίας. Η αποτύπωση στο Σύνταγμα της πολιτιστικής κληρονομιάς ως «κοινής περιουσίας» όλου του ελληνικού λαού και σειρά νόμων δίνουν προτεραιότητα στην προστασία των αρχαιοτήτων έναντι κάθε ιδιωτικού κέρδους, ορίζουν (ακόμη) κανόνες και περιορισμούς.
Η «εθνική σημασία» του έργου των αρχαιολόγων μάς έδωσε εν πολλοίς την πολυτέλεια να είμαστε σχεδόν αυτονόητα χρειαζούμενοι. Οι αρχαιολόγοι απολαμβάνουμε σχεδόν αυτονόητου κύρους, ακόμη και παρά την τρέχουσα συζήτηση περί «δημοσίων υπαλλήλων». Όπως τα αρχαία θεωρούνται ιερά, με έναν τρόπο και οι αρχαιολόγοι θεωρούνται οι ιεροί εξηγητές τους. Παρά τις μεταλλαγές της κυρίαρχης ιδεολογίας, το συστατικό αυτό στοιχείο που γέννησε την αρχαιολογία παραμένει ζωντανό, όπως ακριβώς και η εθνική ιδεολογία παραμένει ζωντανή σε μια εποχή παγκοσμιοποίησης.
Τι γίνεται όμως σε μια περίοδο μεγάλων αντιφάσεων όπως αυτή που ζούμε σήμερα;
Στο σποτάκι του Πρωθυπουργού, μετά τη συμφωνία στο Eurogroup, περιελάμβανε κάμποσα πλάνα από το εσωτερικό του Μουσείου της Ακρόπολης. Την ίδια στιγμή, η κυρίαρχη ρητορική και οι νόμοι των τελευταίων χρόνων δίνουν έμφαση στην οικονομική διάσταση, την λεγόμενη «ανάπτυξη» που ταυτίζεται με την οικοδομική ανάπτυξη, θεωρώντας τις ιερές αρχαιότητες «εμπόδιο της ανάπτυξης», ή μάλλον χωρίζοντας τις αρχαιότητες σε δύο κατηγορίες: εκείνες που μπορούν να αποφέρουν έσοδα (μεγάλα μουσεία και αρχαιολογικοί χώροι) και πρέπει να προστατευτούν, κι εκείνες που παράγουν κόστος και πρέπει να εξαλειφθούν.
Η ίδια αντίφαση αναπαράγεται και στο επίπεδο της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας: την ίδια στιγμή που η συμμετοχή στην ΕΕ θεωρείται Νο 1 εθνικός στόχος και υπάρχει προσπάθεια να δημιουργηθεί μια νέα ευρωπαϊκή ταυτότητα (η οποία χωρά μόνο τις 17 χώρες: χαρακτηριστική η ταύτιση της γεωγραφικής έννοιας της Ευρώπης με την ευρωζώνη). Ταυτόχρονα ο εγκλεισμός στο «έθνος» που είναι στη φύση του να τα καταφέρνει πάντα, και η προβολή των διαχρονικών επιτευγμάτων του έθνους αναπαράγεται στην κυρίαρχη ρητορική για τις θυσίες που είναι αναγκαίο να κάνει ο ελληνικός λαός στο δρόμο για την κατάκτηση αυτών των επιτευγμάτων.
Στην εποχή της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας, κι ενώ αναπτύσσεται η κουλτούρα της πολυπολιτισμικότητας (κουλτούρα που συχνά προσπαθεί να σβήσει/απαλύνει τις εντάσεις, τους πολέμους, την ταξική πάλη στην ιστορία), την ίδια στιγμή αναπαράγονται ακραία ρατσιστικές και εθνικιστικές κραυγές. Στην πραγματικότητα φτιάχνεται μια νέα πολιτισμική ταυτότητα, που τη μοιραζόμαστε με τους υπόλοιπους ευρωπαίους εταίρους, αλλά όχι με τους υπόλοιπους λαούς της νότιας Μεσογείου που έρχονται στη χώρα ως οι «άλλοι», οι «απολίτιστοι».
Το ίδιο και στην αυθόρμητη ιδεολογία όσων αντιστέκονται σε αυτές τις πολιτικές: το παράδειγμα των παρελάσεων της 28ης Οκτωβρίου 2011 είναι εύγλωττο: υπήρχε η ανάγκη μιας επανοικειοποίησης του ΟΧΙ, μιας διαφορετικής νοηματοδότησης της εθνικής επετείου από ένα σώμα ανθρώπων που θεωρούσαν αυθεντικό συνεχιστή της αντίστασης στην Κατοχή την αντίσταση στα Μνημόνια και το ΔΝΤ. Στο λόγο της Αριστεράς και των κινημάτων βρίσκει κανείς πολλές τέτοιες παρομοιώσεις, μαζί με μια άλλη εκδοχή γραμμικής συνέχειας: τη συνέχεια της αντίστασης. (Κάτι που σήμερα δεν φαίνεται και να αποδεικνύεται!)
Η επιστροφή στο έθνος είναι συχνά και μια άμυνα απέναντι στο φόβο ενός παγκοσμιοποιημένου συστήματος που προβάλλει απειλητικά με το χρέος, τα σπρεντς και τα cds να καταστρέψει κοινωνικά μεγάλες μερίδες της κοινωνίας. (κι αυτό δεν συμβαίνει μόνο στην Ελλάδα)
Τι γυρεύει λοιπόν η αλεπού στο παζάρι;
Όλες αυτές οι αλλαγές θα επηρεάσουν βαθιά και θα μεταλλάξουν και την ίδια την αρχαιολογία, πόσο μάλλον και κρατική υπηρεσία όπως είναι η Αρχαιολογική Υπηρεσία.
Αν δεν κοιτάς εκεί που θες να πας, θα πας εκεί που κοιτάς!
Θα χρειαστούμε έναν νέο προγραμματικό λόγο για τη δουλειά και την επιστήμη μας. Είτε θα τον χαράξουμε οι ίδιοι, είτε θα αφήσουμε τα πράγματα να μας πάνε, μέσα από τις θεσμικές-νομικές παρεμβάσεις ή μέσα από την ενσωμάτωση ακροδεξιών απόψεων στον κυρίαρχο λόγο. Χρειαζόμαστε έναν νέο αρχαιολογικό λόγο, που να αντιστοιχεί στις ανάγκες της κοινωνικής πλειοψηφίας:
-με έμφαση στις τομές και τις ασυνέχειες
-με επίγνωση ότι δεν υπάρχουν μονόδρομοι στην ιστορία, ούτε προς τα μπρος ούτε προς τα πίσω
-με επανοικειοποίηση του παρελθόντος από τις ίδιες τις τοπικές κοινωνίες ως εργαλείο για μια άλλη (συν)ύπαρξη.
Αν ξεφύγουμε λοιπόν από τις «βεβαιότητές μας». Με αυτή την έννοια, η αντιμετώπιση των ιδεολογικών μετασχηματισμών της ελληνικής αρχαιολογίας ως αυτού που πραγματικά είναι, δηλαδή ως μετασχηματισμών της ιδεολογίας, όπως αυτή που επιχειρεί ο Χαμηλάκης, είναι ένας τρόπος να κοιταχτούμε με θάρρος στον καθρέφτη.
Το πολιτικό εγχείρημα θα μείνει μετέωρο αν δεν το συνεχίσουμε όλοι εμείς.
Όταν διαβάζεις αυτό το βιβλίο, είναι λίγο σαν το ντιβάνι του ψυχαναλυτή: στην αρχή τσινάς, μετά παραδίνεσαι και σου αρέσει, και λίγο πριν τελειώσει σκέφτεσαι πώς θα το συνεχίσεις. Δεν θεραπεύεσαι, βέβαια, γιατί από την ιδεολογία δεν μπορούμε να ξεφύγουμε.
Αντί επιλόγου, δυο σημαντικά αποσπάσματα από το βιβλίο:
Richard Handler, 1997
«Πιστεύω πλέον ότι η έρευνα που έκανα στο Κεμπέκ και, γενικότερα η βιβλιογραφία σχετικά με τον επινοημένο χαρακτήρα της κουλτούρας/παράδοσης, στην οποία εκείνη η έρευνα συνεισέφερε, πορεύθηκαν συχνά χωρίς την απαιτούμενη πολιτική ευαισθησία. Εστιάζοντας στο πώς οι «ιθαγενείς», σε μια ποικιλία από καταστάσεις του 19ου και 20ού αιώνα, χρησιμοποίησαν κάποια παραλλαγή της έννοιας της κουλτούρας για να φανταστούν την κοινότητα και να παραγάγουν κοινωνικοπολιτική συνοχή, ήταν πολύ εύκολο να «αποδομήσει» κανείς τις εκδοχές που είχαν κατασκευάσει για την κουλτούρα και την ιστορία τους. Υπήρχαν βάσιμοι αναλυτικοί και εμπειρικοί λόγοι για να κάνουμε κάτι τέτοιο. Ωστόσο, χωρίς να μιλώ εξ ονόματος άλλων μελετητών, οφείλω να πω ότι δεν είχα αντιληφθεί πόσο προβληματική ήταν αυτή η κίνηση για χειμαζόμενους πληθυσμούς οι οποίο αγωνίζονταν να εξασφαλίσουν ή να διατηρήσουν έναν τρόπο ζωής, μια μορφή πολιτικής συγκρότησης, ένα έδαφος, ή απλώς να αντισταθούν στην καταπίεση από μια ισχυρή ελίτ».
«Οποιαδήποτε μελέτη αυτού του είδους, οποιαδήποτε προσπάθεια να κατανοήσουμε το έθνος και τα σπαράγματά του, αποφεύγοντας συγχρόνως τις παγίδες της πολιτικολογίας, είναι δυνατή μόνο από μια στάση αναστοχασμού» (από τον πρόλογο του βιβλίου). Κάλεσμα σε προβληματισμό και σε αναστοχασμό, λοιπόν.