Όποιος έχει ζήσει τα τελευταία δύο χρόνια στη χώρα, δε μπορεί να μη θυμάται την κυβέρνηση Σαμαρά, τη λύσσα του Κυριάκου Μητσοτάκη να χτίσει την καριέρα του πάνω σε απολύσεις δημοσίων υπαλλήλων (καθαριστριών, σχολικών φυλάκων, εκπαιδευτικών), δε μπορεί να μη θυμάται τα παχιά λόγια περί «αξιολόγησης» και «αξιοκρατίας» που κατέληξαν στο να διορίσει ο Κ. Μητσοτάκης προσωπικά Γενικούς Διευθυντές της αρεσκείας της Τρόικας με την αξιοκρατική μέθοδο του «όποιον γουστάρω». Δε μπορεί να μη θυμάται τη Siemens, το Χριστοφοράκο, τα ψέματα και την υποκρισία…
Βέβαια, όποιος τα χει ζήσει όλα αυτά, θα θυμάται ότι και η κυβέρνηση Μητσοτάκη και η κυβέρνηση Σαμαρά δεν άντεξαν ούτε δυο χρόνια, ότι η «αξιολόγηση» του Κυριάκου ακυρώθηκε στην πράξη από την πολιτική ανυπακοή των δημοσίων υπαλλήλων –παρά τις απειλές ότι θα μας περάσει όλους πειθαρχικό!– κι ότι ο ίδιος ο Μητσοτάκης ηττήθηκε κατά κράτος από μερικές δεκάδες γυναίκες, από μερικές δεκάδες καθαρίστριες, που απλώς διεκδίκησαν την εργασία τους.
Με αυτές τις σκέψεις, όλοι εμείς έχουμε λόγους να «φοβόμαστε» τον Κυριάκο Μητσοτάκη –βασικά να μη θέλουμε να μας κυβερνήσει ποτέ. Η απορία μου όμως είναι άλλη: Καλά εμείς! Αλλά ο ΣΥΡΙΖΑ; Για ποιο λόγο ο ΣΥΡΙΖΑ φοβόταν τον Κυριάκο; Γιατί να μη θέλουν να βγει αρχηγός της ΝΔ ένας πολιτικός που είναι τόσο ακραία και στυγνά νεοφιλελεύθερος, ώστε μπροστά του μέχρι και ο Α. Τσίπρας θα μπορεί να φαντάζει… κεντροαριστερός; Γιατί τέτοιο άγχος;
Προτιμούσαν τον Β. Μεϊμαράκη, θα μπορούσε εύκολα να απαντήσει κανείς, γιατί είχαν συνεννοηθεί με το καραμανλικό κέντρο και τώρα οι «συμφωνίες» πήγαν στράφι: για παράδειγμα η συναίνεση στη σύνθεση του ΕΣΡ που θα αποφασίσει για το μείζον θέμα των αδειοδοτήσεων των καναλιών. Αυτό ναι, είναι μια εξήγηση, αλλά όχι επαρκής. Όπως έδειξε και η υπόθεση του ΕΣΡ, άλλωστε, στη (μετα)δημοκρατία δεν υπάρχουν αδιέξοδα, κι έτσι ο Ν. Παππάς ανακοίνωσε «νομοθετική πρωτοβουλία» για το θέμα της αδειοδότησης των καναλιών. Τι κι αν είναι αντισυνταγματική –σε τέτοιες λεπτομέρειες θα κολλήσουμε τώρα;
Μάλλον η πιο επαρκής απάντηση στο τι φοβάται ο ΣΥΡΙΖΑ δόθηκε από τον –όψιμα διαπρύσιο– υποστηρικτή του, Γ. Στουρνάρα, στη συνέντευξη που παραχώρησε στον Α. Παπαχελά, την επομένη ακριβώς μέρα από την εκλογή του Κ. Μητσοτάκη. Δεν ξέρω αν την είδατε, αλλά ήταν σαφές ότι ο Γιάννης Στουρνάρας, δίνοντας τη συνέντευξη αυτή, δεν ενδιαφερόταν κατά κύριο λόγο να απευθυνθεί στους εγχώριους τηλεθεατές (του ΣΚΑΪ). Πραγματικοί παραλήπτες του «μηνύματος» ήταν απευθείας οι δανειστές και η Τρόικα. Τι τους είπε; Σε ελεύθερη απόδοση: «Ναι, ασφαλώς ο Κυριάκος Μητσοτάκης είναι ο πρωθυπουργός των ονείρων σας, μην παίρνουν όμως τα μυαλά σας αέρα και κάνετε καμιά ζημιά και δεν κλείσετε την αξιολόγηση που έρχεται. Το φθινόπωρο του 2014 κάνατε μια κίνηση φορσέ, γιατί ο Σαμαράς δεν θα μπορούσε να περάσει άλλα μέτρα. Όμως ο Αλέξης σήμερα είναι ο μοναδικός που μπορεί να μας την κάνει τόσο καλά τη δουλειά και δεν είναι ώρα να καίμε εφεδρείες. Μην κοιτάτε που σας παίδεψε λίγο, εκεί με το δημοψήφισμα. Ακόμη και τότε ήμασταν σε ανοιχτή γραμμή με τον Π. Παυλόπουλο και τον Γ. Δραγασάκη. Δεν κινδύνευε τίποτα. Στηρίξτε τον λίγο στο ασφαλιστικό να πάμε παρακάτω. Εγγυώμαι εγώ για πάρτη του. Κρατείστε τον όσο μας κάνει τη δουλειά, και τον πετάμε μετά…».
Αυτό που πραγματικά φοβάται ο ΣΥΡΙΖΑ είναι η αποδοχή του Κυριάκου Μητσοτάκη από τους δανειστές της χώρας. Η ευρωπαϊκή αστική τάξη, το ΔΝΤ και τα εγχώρια παπαγαλάκια τους βλέπουν στο πρόσωπο του Κυριάκου τον ιδανικό τους συνεργάτη. Όχι γιατί ο Α. Τσίπρας δεν εφαρμόζει την πολιτική τους κατά γράμμα, αλλά γιατί ο Κυριάκος θα προλαβαίνει να τα σκεφτεί πριν καν του τα υπαγορεύσει ο Σόιμπλε! Δεν είναι τυχαίο ότι κανάλια κι εφημερίδες έσπευσαν να φιλοτεχνήσουν ένα νέο προφίλ του «μεταρρυθμιστή» Κυριάκου –καμία σχέση με αυτό που έχει ζήσει στο πετσί της η κοινωνία από τον μητσοτακικό νεοφιλελευθερισμό.
Το άγχος του ΣΥΡΙΖΑ, λοιπόν, δεν είναι η απήχηση που (δεν) έχει ο Κυριάκος Μητσοτάκης στον ελληνικό λαό, αλλά η απήχησή του σε Φρανκφούρτη, Βρυξέλλες, Νέα Υόρκη –και μάλιστα με αυτή τη σειρά. Τόσο γρήγορα και απλά, ο ΣΥΡΙΖΑ πέρασε από την επίκληση του «λαού» στην «ζητιανιά» για εύνοια στα κέντρα των αποφάσεων. Τόσο εύκολα και γρήγορα απέκτησε ως βασικό μέλημα το ποιος είναι ο «χαϊδεμένος» των καναλιών. Άλλωστε, σε αυτά ακριβώς τα κέντρα προσέτρεξε για να ισοπεδώσει το 62% του ΟΧΙ του
ελληνικού λαού και να βγει «αλώβητος».
Κι εδώ ερχόμαστε στην ουσία του ζητήματος: Από την παραπάνω κοκορομαχία για το ποιος θα αναδειχθεί καλύτερος διαχειριστής της ίδιας θατσερικής πολιτικής, απουσιάζει εντελώς αυτός τον οποίο αυτή η πολιτική αφορά: δηλαδή όλοι εμείς. Απουσιάζει αυτός που στην αγωγή του πολίτη έλεγαν «κυρίαρχο λαό». Σε ομαλές συνθήκες, αυτό που θα απασχολούσε μια δημοκρατική κυβέρνηση –σύμφωνα με το εγχειρίδιο, πάντα– είναι η σχέση της με τον λαό που την εκλέγει. Στην περίπτωση που η κυβέρνηση (και ο πολιτικός κόσμος της χώρας) ενδιαφέρονται για το τι πιστεύουν για αυτούς οι «δανειστές», οι «επενδυτές» και οι «εταίροι», αυτό το πολίτευμα θα προσομοίαζε περισσότερο με τις αμερικανοκίνητες δικτατορίες της Λατινικής Αμερικής.
Κι όμως… Στις συνθήκες μετα-δημοκρατίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το πραξικόπημα ενάντια στη βούληση του λαού δεν γίνεται με σταθμάρχες της CIA, κομάντος και μυστικές διαβουλεύσεις. Γίνεται με τα θεσμικά όργανα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τους εκπροσώπους της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας επί ελληνικού εδάφους και ανοιχτές συνεντεύξεις στον ΣΚΑΪ. Λιγότερο κινηματογραφικό, αλλά καθώς φαίνεται πιο αποτελεσματικό…
Τι άλλο είναι, για παράδειγμα, ο Γιάννης Στουρνάρας, όταν ως κεντρικός τραπεζίτης έχει θεσμική υποχρέωση να υπακούει όχι τον «κυρίαρχο λαό» αλλά την ΕΚΤ και έχει ως θεσμική του αρμοδιότητα τη διαφύλαξη της ισοτιμίας του ευρώ, ακόμη κι αν ο «κυρίαρχος λαός» ψοφάει στα πεζοδρόμια; Πώς αλλιώς μπορεί να χαρακτηριστεί το γεγονός ότι επί 6 χρόνια τώρα κυβερνήσεις αλλάζουν και πολιτικό προσωπικό καταστρέφεται, αλλά η πολιτική των μνημονίων συνεχίζεται ίδια κι απαράλλαχτη –και μαζί της συνεχίζεται χωρίς αλλαγές ως σήμερα και η «μοιρασιά» της δημόσιας περιουσίας (σε ντόπια και ξένα κεφάλαια και σε συνδυασμό μεταξύ τους) ακριβώς όπως έχει συμφωνηθεί από το 2010;
Μπορεί να είναι πιο «εκσυγχρονισμένα» και να μοιάζουν «αναίμακτα» αλλά τα πραξικοπήματα είναι εδώ, εν πλήρη εξελίξει και μπροστά στα μάτια μας. Στηρίζονται στο θεσμικό πλαίσιο της ΕΕ και της «επιτροπείας», και –αν υπολογίσουμε τους νεκρούς της φτώχειας και της προσφυγιάς– δεν είναι καθόλου αναίμακτα. Λιγότερο κινηματογραφικά, αλλά πιο ύπουλα…
Αν θέλουμε να ξαναμιλήσουμε για οποιαδήποτε ευημερία των πολλών, πρώτο θέμα είναι να ανακτηθεί η Δημοκρατία. Εκείνο το παλιό αίτημα της Γαλλικής Επανάστασης. Όσο κι αν οι τυραννίες καταφέρνουν κάθε φορά να εκσυγχρονίζονται, το αίτημα επιστρέφει απλό και ατόφιο εδώ και κάτι αιώνες: Δημοκρατία και Λαϊκή Κυριαρχία. Και είναι στο χέρι των πολλών να το (ξανα)κατακτήσουν.