Τραγουδάω από το πρωί και όλο παραφράζω. Τώρα έχω φτάσει στο: “Ήταν μια λέξη μοναχά ελευθερία, κι ύστερα δώσαμε και τα 300 ευρώ”.
Δεν έχω χρησιμοποιήσει ποτέ τον όρο “Κοινουβουλευτική Χούντα”, όχι γιατί οι Χούντες δεν έχουν κοινοβούλιο, είναι στη διακριτική τους ευχέρεια να έχουν, αλλά γιατί ντρέπομαι και σκύβω το κεφάλι μπροστά σε αυτούς που βασανίστηκαν και θανατώθηκαν στη Μπουμπουλίνας για να μπορώ εγώ σήμερα να γυρνάω εκεί τους διαδρόμους και να μοιράζω ανακοίνωση, χωρίς να με πετάνε από την ταράτσα. (Το ότι κάποιοι και κάποιες θα ήθελαν πολύ να το κάνουν είναι διαφορετικό από το να μπορούν όντως να το κάνουν).
Δεν είπα ποτέ τη λέξη “Κοινοβουλευτική Χούντα” ούτε για την κυβέρνηση Σαμαρά, ούτε όταν έκλεισε η ΕΡΤ. Γιατί μπορούσα να είμαι στο προαύλιο της κατειλημμένης ΕΡΤ και να μην με πατάνε οι αύρες και τα τανκς. (Το ότι κάποιοι θα ήθελαν πολύ να μας είχαν πατήσει με τανκς είναι διαφορετικό από το να μπορούν όντως να το κάνουν).
Ακόμη δε μπορούν να το κάνουν. Καταβάλλουν όμως κάθε δυνατή προσπάθεια για να διολισθήσουμε προς τα εκεί: ξαμολώντας τα σκυλιά με οδηγίες “στο ψαχνό”, κατεβάζοντας την αύρα στο Εφετείο ή μπροστά από την πύλη του Πολυτεχνείου, απειλώντας βουλευτές με συλλήψεις σε πανεθνικό δίκτυο, εκδίδοντας χουντικιάς κοπής αντισυνταγματικές απαγορεύσεις, βγάζοντας μπροστά γελοία σαδιστικά χιτλεράκια σαν το Μπογδάνο, δίνοντας πολιτική κάλυψη σε έναν διαταραγμένο Υπουργό Δημοσίας Τάξης, επιβάλλοντας απαγορεύσεις σε κάθε ελευθερία, αρχίζοντας από τη διασκέδαση και το άραγμα στο πάρκο. Για να αρχίσει να διολισθαίνει το πράγμα πολιτικά, ιδεολογικά, αισθητικά, προς μια ασφυκτική συντηρητική δεξιά, που δεν θα είναι κοινοβουλευτικη Χούντα, αλλά δεν θα το χρειάζεται κιόλας: Αν όλα τα σκιάζει η φοβέρα και τα πλακώνει η σκλαβιά, αν η ζωή είναι “δουλειά-σπίτι”, αν σε ρουφιανεύει ο διπλανός σου γιατί φώναξες 2 φίλους στο σπίτι κι όλη μέρα από τα κανάλια ακούς λιβανιστήρια για την κυβέρνηση και καταγγελία κάθε στοιχειώδους ανθρώπινης ανάγκης ως “αντικοινωνικής πράξης”, ποιαν χρείαν έχομεν των τανκς;
Από όταν ήμουν στο σχολείο και διάβαζα για το Πολυτεχνείο, κι αργότερα διάβαζα για την Αντίσταση, πάντα είχα το ερώτημα τι σόι άνθρωποι ήταν αυτοί, πώς άντεξαν τα βασανιστήρια, πώς δε λύγισαν στις εξορίες, πώς μεγάλωσαν τα παιδιά τους, πώς άντεξαν οι μανάδες τους. Διαβάζοντας ιστορία και γνωρίζοντας τέτοιους ανθρώπους από κοντά, κατάλαβα ότι κανείς μα κανείς δεν ήταν υπεράνθρωπος. Ούτε κανείς γεννήθηκε με σκοπό να γίνει ήρωας. Ο καθένας τοποθετείται στην εποχή του, τη στιγμή που μπαίνουν τα διλήμματα. Σε άλλες εποχές τα διλήμματα ήταν “ελευθερία ή θάνατος” και έπρεπε να πάρεις θέση, σε άλλες εποχές ήταν “ή τις αλυσίδες ή τα όπλα”, σε άλλες εποχές “απόσπασμα ή εξορία”, σε άλλες εποχές είναι “300 ευρώ και κάνα γκλομπ ή πολιτικά δικαιώματα”. Δεν είναι λιγότερο ή περισσότερο ηρωικό, δεν είναι λιγότερο ή περισσότερο σημαντικό, είναι το δίλημμα που έλαχε στον καθένα μας για να πάρει θέση με τη μία ή την άλλη μεριά.
Και στο Πολυτεχνείο “ήρωες” δεν ήταν μόνο αυτοί που ήταν μέσα, αλλά και οι “νοικοκυραίοι” που άνοιξαν τις πόρτες των σπιτιών τους κι έσωσαν “τα παιδιά”. Κι ας κινδύνεψαν λιγότερο. Η συμβολή τους στο να πέσει η Χούντα ήταν η ίδια. Αυτή που τους αναλογούσε την κρίσιμη στιγμή που τους τέθηκε το δίλημμα.
Τα καράβια βουλιάζουν όχι από το νερό που είναι απ’ έξω, αλλά από αυτό που μπαίνει μέσα. Οι δημοκρατίες δεν καταργούνται μόνο με τα τανκς, μπορούν να αυτοκαταργηθούν κιόλας. Μη στέκεσαι στο κατάστρωμα ατενίζοντας την καλοκαιρία και κάνεις ότι δε βλέπεις τον κίνδυνο που έρχεται από το αμπάρι. Να μαστε χαρούμενοι που σε μας έλαχε να μπορούμε να το παλέψουμε σε λιγότερο άγριες συνθήκες.
Το Πολυτεχνείο φέτος είναι περισσότερο παρά ποτέ ΖΩΝΤΑΝΟ. Να κρατήσουμε ζωντανή και τη ΖΩΗ και την ΑΝΑΠΝΟΗ μας. Με όποιο τρόπο μπορεί ο καθένας να πάρει θέση στο δίλημμα. Όμως, κανείς να μην κάνει ότι το αγνοεί.