Ενώ μετά τις καταγγελίες της Σοφίας Μπεκατώρου ξεδιπλώθηκε ένα γαϊτανάκι που συμπαρέσυρε κι άλλες υποθέσεις, αυτό που ονομάστηκε ελληνικό #metoo, τις τελευταίες μέρες –και μετά τις καταγγελίες που είδαν το φως της δημοσιότητας στο χώρο της τέχνης, το κλίμα έχει αρχίσει να αλλάζει. Η συλλογιστική αυτές τις μέρες είναι: «δεν μπορούμε να καταδικάσουμε κανέναν, πρέπει να υπάρχουν δημόσιες καταγγελίες και να πάνε στη δικαιοσύνη, τα υπόλοιπα είναι ανθρωποφαγία». Θα φαινόταν λογικό αυτό και σίγουρα από κάποιους ανθρώπους εκφέρεται καλοπροαίρετα, όχι όμως και από όσους είναι σε θέση ευθύνης και –αν ήθελαν- θα είχαν πρόσβαση στις αναγκαίες πληροφορίες. Γιατί είναι άλλο πράγμα ο κάθε πολίτης κι άλλο πράγμα ο αρμόδιος Υπουργός, όπως είναι άλλο πράγμα οι αρμοδιότητες της δικαιοσύνης και άλλο οι αρμοδιότητες του ΥΠΠΟΑ. Με αυτή την έννοια, τα όσα είπε η Υπουργός Πολιτισμού σε πρόσφατη συνέντευξη, είναι απαράδεκτα. Για άλλη μια φορά δεν αναλαμβάνει την ευθύνη που της αναλογεί και απλώς κρύβεται πίσω από τερτίπια.
Πριν εξηγήσω τι εννοώ, θα ήθελα να σκεφτείτε όλοι ένα απλό πράγμα: η Σοφία Μπεκατώρου έκανε μια καταγγελία. Δεν έφερε καμία επιπλέον απόδειξη πέραν της δικής της μαρτυρίας, δεν υπήρχαν αυτόπτες, δεν θα φτάσει η υπόθεση στην δικαιοσύνη γιατί έχει παραγραφεί προ πολλού, δεν βρέθηκε άλλη περίπτωση (δημόσια) που να κατήγγειλε βιασμό για τον ίδιο παράγοντα. Τη Σοφία Μπεκατώρου την πιστέψαμε. Ο παράγοντας αυτός απομακρύνθηκε από την Ομοσπονδία –και όλοι μα όλοι νιώσαμε ανακούφιση για αυτό. Στη δικαιοσύνη θα φτάσουν (ελπίζω!) τα υπόλοιπα που τον βαραίνουν, για οικονομικές ατασθαλίες, κατάχρηση εξουσίας κλπ. Γιατί πιστέψαμε την Σοφία Μπεκατώρου; Οι επιθέσεις σεξουαλικής κακοποίησης ή βιασμού έχουν αυτό το χαρακτηριστικό: δεν γίνονται ενώπιον μαρτύρων, το θύμα συνήθως δεν μιλάει, ούτε στους πιο κοντινούς του, γιατί φοβάται, γιατί ντρέπεται, γιατί δεν θέλει να ανοίξει το τραύμα, γιατί Το «στίγμα» θα το ακολουθεί για πάντα, πολλά γιατί. Ακόμη χειρότερα αν είναι ανήλικο. Γι΄ αυτό το λόγο πιστεύουμε τα θύματα, όταν τελικά καταφέρνουν να μιλήσουν, και όχι τα όσα γράφουν οι δράστες στα δεκάδες εξώδικα για «συκοφαντική δυσφήμηση». Όταν όμως η Σοφία Μπεκατώρου έγινε δεκτή από την Πρόεδρο της Δημοκρατίας, χωρίς άλλες αποδείξεις, η κυβέρνηση δεν μίλησε για «ανθρωποφαγία». Έχουν διαφορά μεταξύ τους τα θύματα άραγε; Κι αν έχουν διαφορά για την κυβέρνηση (που έχουν, δυστυχώς), πρέπει να χουν και για μας;
Μιας και η Υπουργός μίλησε για «κράτος δικαίου», ας θυμίσουμε μερικά πράγματα για τον νομικό μας πολιτισμό, γιατί κάποιοι κάνουν ότι «δεν ξέρουν». Στο δημόσιο υπάρχει ένα πειθαρχικό δίκαιο, το οποίο είναι χωριστό από το ποινικό δίκαιο και σε κάποια θέματα είναι πιο αυστηρό. Όταν έχεις δημόσια θέση, όταν εκπροσωπείς το δημόσιο, υπάρχουν τα αδικήματα που ονομάζονται στην καθομιλουμένη «περί την υπηρεσία» (μας έχει μείνει από παλιά. Αν ένας δημόσιος υπάλληλος χαστουκίσει έναν πολίτη εντός της υπηρεσίας του γιατί ο πολίτης τον έβρισε για υπηρεσιακό θέμα, πιθανότατα δεν θα καταδικαστεί ποτέ στα ποινικά δικαστήρια. Θα φάει όμως μια ωραία πειθαρχική ποινή γιατί εκείνη τη στιγμή δρα ως εκπρόσωπος του δημοσίου και ως εκπρόσωπος του δημοσίου δεν δικαιούται να συμπεριφερθεί με αυτόν τον τρόπο. Και δεν θα διανοούνταν να πει κανείς ότι «ας περιμένουμε να αποφανθεί το δικαστήριο για να επιβάλλουμε πειθαρχική ποινή». Όταν κατέχουμε οποιαδήποτε θέση για λογαριασμό του δημοσίου, δηλαδή του ελληνικού λαού, οφείλουμε να συμπεριφερόμαστε με τρόπο που να μας καθιστά άξιους της κοινής εμπιστοσύνης. Το πειθαρχικό δίκαιο, βέβαια, αφορά τους δημοσίους υπαλλήλους, και δυστυχώς όχι τους Υπουργούς και τους διορισμένους σε δημόσιες θέσεις: για αυτούς, όμως υπάρχει η παραίτηση, η παύση ή η αποπομπή από τη δημόσια θέση. Εντελώς διακριτές από τα ποινικά δικαστήρια.
Μα θα αποπέμψουν κάποιον μόνο με φήμες; Όχι βέβαια. Να μην αποπέμψουν κανέναν με φήμες, αλλά με συζήτηση με τα θύματα, είτε αυτά έχουν μιλήσει δημόσια είτε όχι.